Πόσοι ομιλητές εγγυώνται τη ζωτικότητα μιας γλώσσας;

Η

ανάλυση μεμονωμένων πολιτισμικών καταστάσεων έχει αποδείξει ότι τα πληθυσμιακά νούμερα, χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιβάλλον και να υπάρξει περικειμενοποίηση, είναι ανώφελα στο να αποδώσουν τον ρυθμό υποχώρησης και θανάτου των γλωσσών. Ο Brenzinger (1997: 276) αναφέρει ότι ο αριθμός των ομιλητών δεν είναι ένας αναμφίβολος δείκτης απειλής αντικατάστασης μιας γλώσσας, ωστόσο ένας πολύ σοβαρός δείκτης για την βιωσιμότητα μιας γλώσσας μπορεί να είναι η αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των μελών μιας εθνοτικής ομάδας και στον αριθμό των ομιλητών της εθνικής γλώσσας. Ο Yamamoto (1997, στο Crystal 2000: 12) σημειώνει ότι ο αριθμός του πληθυσμού από μόνος του δεν αποτελεί ακριβή ένδειξη για μια γλωσσική κατάσταση.

Μικρές γλωσσικές κοινότητες είναι ασφαλώς πιο ευάλωτες σε κινδύνους ύπαρξης που οδηγούν σε γρήγορη υποχώρηση της εθνικής γλώσσας. Μόνο σε περιοχές όπου οι συνθήκες είναι εξαιρετικά ευνοϊκές μπορεί να επιβιώσει μια τέτοια γλώσσα, ωστόσο, παρ’ όλες τις εξαιρέσεις, οι περισσότεροι θα δέχονταν ότι μια γλώσσα που ομιλείται από λιγότερο από εκατό ομιλητές βρίσκεται σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Μια γλώσσα με λιγότερο από πεντακόσιους ομιλητές θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο απειλούμενη, ενώ μια άλλη με λιγότερο από χίλιους ομιλητές ακόμα λιγότερο απειλούμενη. Επίσης μια γλώσσα με λιγότερο από δέκα χιλιάδες ομιλητές θα μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής βραχυπρόθεσμα, όχι όμως μεσοπρόθεσμα. Όπως σημειώνει ο Crystal (2000: 12-3), δεν είναι σαφές σε ποιο σημείο πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για κίνδυνο. Αυτό που πρέπει λάβουμε υπόψη είναι ότι οι παράγοντες που οδηγούν στον γλωσσικό θάνατο είναι τόσο περίπλοκοι, ώστε ακόμα και μια γλώσσα με εκατομμύρια ομιλητές μπορεί να μην είναι ασφαλής (Crystal 2000: 13).

Ένα τέτοιο παράδειγμα μας παραθέτει ο Haberland (1997: 14) και αφορά τη δανική γλώσσα. Η συγκεκριμένη γλώσσα έχει περίπου πέντε εκατομμύρια ομιλητές και ανήκει στις εκατό μεγαλύτερες γλώσσες του κόσμου, όσον αφορά τον αριθμό των ομιλητών της. Ωστόσο αντιμετωπίζει δύο κινδύνους, που συνήθως εκλαμβάνονται ως πραγματικοί: (α) την απειλή από την αγγλική γλώσσα, που ως γλώσσα παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει στην εισδοχή πολλών δανείων (φόβος που εύκολα μπορεί να αρθεί από τους γλωσσολόγους) και (β) τον φόβο απώλειας τομέων χρήσης της γλώσσας, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με τις πολιτικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Haberland (1997: 14):

Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις «πραγματικά» μικρές γλώσσες, οι οποίες αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης, συχνά χαμογελούν, όταν ακούν αυτές τις συζητήσεις. Αν ένας λαός πέντε εκατομμυρίων μπορεί να φοβάται ότι θα χάσει τη γλώσσα του, αυτό σημαίνει ότι ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη γλώσσα του, πράγμα που από μόνο του θα έπρεπε να αποτελεί μια καλή εξασφάλιση ενάντια στην απώλεια της γλώσσας.

Οι ομιλητές της δανικής έχουν ωστόσο ένα πραγματικό δίλημμα, καθώς σε καταστάσεις γλωσσικής επιλογής σε διεθνείς συναντήσεις, πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στη μητρική τους γλώσσα για λόγους αρχής ή μια άλλη γλώσσα (αγγλική, γαλλική, γερμανική) για την εξυπηρέτηση των επικοινωνιακών αναγκών. Αυτό που χαρακτηρίζει τη γλωσσική κατάσταση των ομιλητών της δανικής σήμερα είναι η αυξημένη ανάγκη να έχουν ένα γλωσσικό ρεπερτόριο δύο τουλάχιστον γλωσσών και να κάνουν συχνές και συχνά προβληματικές επιλογές χρήσης αυτών. Δεν υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο ή το αφύσικο σ’ αυτό, καθώς η Δανία βρίσκεται στο μεταίχμιο της εισόδου της στη λέσχη των πολυγλωσσικών κοινοτήτων σε ευρεία κλίμακα και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί, σύμφωνα με τον Haberland (1997: 15) απειλή, αλλά προνόμιο. Ο ίδιος μελετητής θεωρεί πως πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στην υποτιθέμενη απειλή και την αντικειμενική απειλή. Μια υποτιθέμενη απειλή είναι αρκετά αληθινή, η αντικειμενική ωστόσο αποδεικνύεται μεγαλύτερη. Επίσης, μια υποτιθέμενη απειλή αφήνει απτά ίχνη με τη μορφή της συμμετοχής στη συνεχιζόμενη συζήτηση, ενώ μια «αντικειμενική» τεκμηριώνεται μόνο κατόπιν εορτής, συνεπώς το εμπειρικό της περιεχόμενο είναι αδιόρατο σε σύγκριση με της υποτιθέμενης.

Υπάρχει μια ποικιλία απόψεων σχετικά με το ποσοστό των γλωσσών που θα εξαφανιστούν τα επόμενα 100 χρόνια. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το ποσοστό των γλωσσών που θα εξαφανιστεί θα κυμανθεί στο 25% (συντηρητικός υπολογισμός), ενώ άλλοι θεωρούν πως θα φτάσει το 80% ή και ακόμα πιο πολύ. Τα περισσότερα δημογραφικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα (ποσοστά θανάτων, ποσοστά γονιμότητας) βασίζονται σε επίπεδο χωρών και δεν συσχετίζονται γλωσσικά. Ωστόσο, έχουν γίνουν έρευνες σε μικροεπίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να εντοπιστεί ο ρυθμός της κατιούσας τάσης.

Ύστερα από μια έρευνα-απογραφή που έγινε στον Καναδά, παρατηρήθηκε ότι από το 1981 μέχρι το 1996 το μεγαλύτερο ποσοστό από τις πενήντα Aboriginal γλώσσες είχαν υποστεί φθορά. Μέχρι το 1996 μόνο τρεις γλώσσες παρέμειναν με μεγάλους πληθυσμούς, που να είναι ασφαλείς από την απειλή μακροπρόθεσμου αφανισμού. Παράλληλα μ’ αυτά τα στοιχεία, σ’ αυτήν την περίοδο των δεκαπέντε χρόνων ο αριθμός των ατόμων που δήλωνε ότι μιλούσε μια γηγενή μητρική γλώσσα αυξήθηκε κατά 24%.
Καθοριστικά σημεία της έρευνας ήταν τα εξής (Crystal 2000:16 κ.εξ.): η σημασία της οικιακής χρήσης της γλώσσας είναι καθοριστική σε μέρη του κόσμου όπου ο πληθυσμός κατοικεί σε σχετική απομόνωση και όπου είναι αδύνατο να αυξηθούν οι αριθμοί των ομιλητών μέσω της μετανάστευσης. Η ηλικία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας, καθώς δείχνει την έκταση στην οποία η γλωσσική μετάδοση ανά τις γενιές υπήρξε επιτυχής. Όσο πιο μειωμένη είναι η μέση ηλικία του πληθυσμού που μιλά μια γλώσσα, τόσο πιο επιτυχής είναι η προσπάθεια των γονέων να μάθουν στα παιδιά τους τη γλώσσα. Η αύξηση της μέσης ηλικίας του ομιλητή είναι προάγγελος αφανισμού της γλώσσας. Οι ηλικίες όπου γίνεται μετατόπιση της γλωσσικής χρήσης είναι σημαντικός παράγοντας. Η εξάρτηση νεαρών παιδιών από την οικογένειά τους σημαίνει ότι λίγα έχουν την ευκαιρία να μετακινηθούν από την οικιακή γλώσσα. Αντιθέτως, τα εφηβικά χρόνια, τα οποία χαρακτηρίζονται από την πίεση των τάσεων των συνομηλίκων και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, αποτελούν ευαίσθητο δείκτη για την κατεύθυνση που θα έχει η γλώσσα. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει η απομάκρυνση από το σπίτι. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η γλωσσική απώλεια φαίνεται στα πρώτα χρόνια ένταξης στην αγορά εργασίας και μετά τον γάμο (ειδικά για τις γυναίκες). Αυτή η μετατόπιση είναι σημαντική, γιατί στη συγκεκριμένη περίοδο οι γυναίκες ανατρέφουν τα παιδιά, με αποτέλεσμα λιγότερα παιδιά να εκτίθενται στην μητρική γλώσσα στο σπίτι.

Βιβλιογραφία

BRENZINGER, M. (1997). Language Contact and Language Displacement. Στο: The Handbook of sociolinguistics, F.Coulmas (επιμ.), 273-284. Oxford: Blackwell Publishers.
CRYSTAL, D. (2000). Language death. Cambridge: Cambridge University Press.
YAMAMOTO, A.Y. (1997). «A survey of endangered languages and related resources». Newsletter of the Foundation for Endangered Language 5. 8-14. (στο Crystal 2000).
HABERLAND, H. (1997). «Μικρές και απειλούμενες γλώσσες. Απειλή για τη γλώσσα ή για τον ομιλητή;». Στο «Ισχυρές» και «Ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης. 11-19. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

12 thoughts on “Πόσοι ομιλητές εγγυώνται τη ζωτικότητα μιας γλώσσας;

  1. Πολύ σημαντική η μελέτη που μας παραθέτεις.

    Να σου πω την άποψή μου για τη μεγαλύτερη εν ζωή ελληνική διάλεκτο: τα ποντιακά.

    Μιλιούνται σήμερα ακόμα στα ποντιακα χωριά της Μακεδονίας (πρόσφυγες του ’22), στις ποντιακές παροικίες στην Αττική που ίδρυσαν πρόσφυγες από την πρώην ΕΣΣΔ από το ’65 και εντεύθεν, σε μέρος των ελληνικών κοινοτήτων στη Ρωσία, την Κριμαία, τον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, καθώς και στη Βόρεια Τουρκία (τον πάλαι ποτέ Πόντο σε αριθμούς που οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι φτάνουν τις 300.000). Η τελευταία ομάδα είναι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.

    Παρόλα αυτά, νομίζω ότι η διάλεκτος έχει ζωή μιας γενιάς, εκτός εάν αλλάξουν οι κρατικές πολιτικές, οι οποίες στοχεύουν και καλλιεργούν συστηματικά την πολιτισμική ομογενοποίηση.

    Η παρακάτω διεύθυνση είναι των ελληνοφώνων της Τουρκίας:

    http://www.ocena.info/

    …και ένα ποστ από ένα θεσσαλονικιώτικο μπλογκ:

    http://panosz.wordpress.com/2007/09/20/ofis/

  2. Η άποψή σου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σχετίζεται ακριβώς με τους βασικότερους -κατ’ εμέ- παράγοντες που οδηγούν στη συρρίκνωση μιας γλώσσας και οι οποίοι στοχεύουν στην αφομοίωση όλων των πολιτισμικών στοιχείων μιας ομάδας, συνεπώς και της γλώσσας της. Στο επόμενο διάστημα σκοπεύω ν’ ανεβάσω κάποια κείμενα που ασχολούνται μ’ αυτό το ζήτημα.

    Σ’ ευχαριστώ για τα λινκς! Το σάιτ των ελληνόφωνων της Τουρκίας το είχα υπόψιν μου! Μάλιστα το είχα μάθει μέσα από κάποια τηλεοπτική εκπομπή πριν αρκετό καιρό, αλλά δεν είχα καταφέρει να δω και πολλά πράγματα γιατί το ΄χαν κλείσει (κάποιο πρόβλημα υπήρχε, δεν θυμάμαι καθόλου). Το κείμενο της «Καλύβας» το διάβασα, βέβαια τα σχόλια είναι ακόμη πιο ενδιαφέροντα! Θα επανέλθω!

  3. Περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα το 1927, στη ντοπιολαλιά των κατοίκων του Σουφλίου!

    «Νήλιους καίει κατά καλά. Απού βραδύς, μπάϊα νότσι, αφού στου σαμπάχλαϊ βγήκαν σαλιαρέοι. Α μα κάψα σήμιρα, θιρμασιά σούρθητι.
    Του γήπιδου γιουμάτου. Καρκατσέλδοις, Καμπιώτ’, Κουρνουφουλιώτ’. Ήρθαν τσιάκ απ’ του Σαλτίκ. Στ’ Κούτκα ντ’ μπαχτσιά τ’ μηρά, αραδιάσκαν Καμπιώτ’, κείθι μηρά στου γιάρ οι Καρκατσέλδοις.
    Μπιλούκια, μπιλούκια μαζόντουναν, ένα καλαμπαλίκ. Ήρθαν κι οι παπέοι, ήφηραν κι τα γκζάνιατς μι τα τσιργούδιατς. Φουρούσαν ούλ κι τα γιουρτινά τσαρχούδιατς.
    Τα γκζάνια πλούν σπόρια μπάλκαμπα, μπαμπαλιώρεις τ’ Μίχου κι πατλάκεις απού τσιαρκέζκα καλαμπούκια.
    Έκατι, έκατι, ακούου μιά ντιουντιούκα.
    Βγήκι διαιτητής μ’ ένα κουντό βρακούδ’ κι κάτ πουδάρεις μαλιαρές. Αυτοί μι τα γυράνια τα βρακούδια είνι Καμπιώτ κι γιάλ μι τσ’ μαλίσοις φανέλοις είνι Καρκατσέλδοις.
    Μισοί είνι μι τα κόντζια κι γιάλ μι τα τσιραπούδια. Ούλ’ ητιμάσκαν. Του πιγνίδ αρχινάει.
    Τ’ μπάλα τν’ έχ Πουλιόνς. Άει Πουλιόν, κόσια Πουλιόν, άμα Πουλιόνς την κατσιούρτση κι την πήρη Θανάης. Θανάης κουσιάζ, τουν πίπκουσαν, έρθητι Τάσιους σπρώχνη τ’ Μάλια. Μάλια ξιώτι, γκάζκαλάϊ του κιφάλτς κι τ’ σιάπκατς. Λίτσιους, σαβουρντάει την πουδάρατ, την μπουμπνάει μια ντ’ μπάλα, αναφιλέ η Μάλια την καβράτση. Ά μα βάριμα που την καν η Μάλια, πάει στ’ νάλ τ’ μηρά. Κόσια ρε μπίμπουου, κόσιαααα. Κουσιάζ μπίμπους, ντ’ μπουμπνάει μια ντ’ μπάλα κι απηρνάει τα καβακούδια, παέν στα γκιόλια.
    Τώρα ούλ μαζώνουντι στου κουϊτουλούκ, στουν ίσκιου. Η μπάλα τσιαμουρλαντίσκι κι χράσκι να φέρουν μουλόχις για να τ’ σφουγκίσουν. Στου ξανάρχιγμα την παίρνει πάλι Πουλιόνς. Κόσια ρε μπίμπουου. Τάσιους έβγαλι τα τσιαραπούδιατ κι έρθητι ξυπόλτους. Ντ’ βαρνάει μια μι του μπάσπαρμάκ. Νάα αβανάκ Τάσιου, ήλιαμ σήμιρα είση ντίμπιντιου αγιάξτους.
    Τι γλέπου, θάματ μπιζέρσαν. Όχ(ι), όχ(ι), έκαμαν πάϊντους. Ήπιαν κι απού ένα γκαζόζ να παγαδώσ καταπένουστς. Ά μα δλιά, μι του γκιότουρου την πήραμι. Πάν κάτ γκζάνια στ’ βρύσ, γκουλιαφίσκαν κίφηραν νιρό μι τσ’ κφάδεις. Σάρα, σάρα κίνσαν να νίβουντι. Βγήκι πάλι διαιτητής. Έκατι, θάματ έχασι ντ’ ντιουντιούκατ. Ένας πάπους έκαμι μια ντιουντιούκα απού σουγούτ, τν ίφιρι κι αρχινάει πάλι του πιγνίδ.
    Μινέλς κουσιάζ, κάμειν να ντ’ βαρές ντ’ μπάλα, άμα καϊντάει. Κόλιας ρουκώντι μι του γκάγκατ, σαλντούν κι οι δυό μαζί αλλά Μινέλς καϊντάει κι πιπκώντει καταής.
    Διαιτητής φουνάζ, σκούζ μι ντιουντιούκατ. Μινέλς δε σκώνιτη. Έκατι, έκατι. Τουν βάρησαν στα μπάμπαλατ. Τ’ Κόλια του κιφάλ έβγαλι γιουγκάδεις. Κίνσαν απ’ όξου να σαβουρντούν μόλια. Κόματι, θα φάμει ξύλου. Μινέλς σκώθκι, πάει Κόλιας να βαρές κιφαλιά, έρθητη Πουλιόνς, τουν βαρνάει μια κλουτσιά στου κοτς. Δε γλέπου καλά. Άμα θάματις, αρχίνσαν να τρέχουν τα γιόματα.
    Νήλιους πάει στου Γυμνάσιου τ’ μηρά. Άμα ζέστα ρε πιδιά, ούλ είνι μεσ’ του γίδρου, κόπκαν. Οι Καμπιώτ νταλάκιασαν. Τώρα μπάλα τνέχ Λίτσιους. Τρέχα ρε Πουλιόν, χιτς μη τουν αφήνς. Τρέχ Πουλιόνς, τουν πιρδικλών, τουν ντιβιρντάει μπρούμτα. Τώρα ήταν που κίνσαν για τα καλά να σαβουρντούν μόλια.
    Ούλ’ σαλντούν στου γήπιδου τ’ μηρά. Κόσιατι γω λέου. Πάμι σι κανένα τυνχά, αλλιώτκα θα μας γκιουμπανίσουν κι μας.
    Σ’ ένα σαγανάκ, ούλ ξέπηξαν κι χάθκη του καλαμπαλίκ απ’ τ’ πρόσωπου τσ’ γής.*

    Από το «Σουφλίου εγκώμιον» του συλλέκτη, ιστορικού και συγγραφέα Μιχάλη Πατέλη.

  4. >> ΠκΑ,

    σ’ ευχαριστώ πολύ που παρέθεσες τέτοιον θησαυρό! Εκφραστικότατο κείμενο! Διαβάζοντάς το νόμιζα πως τους άκουγα! Να ‘σαι καλά! 🙂

  5. Ψάχνω να βρω βιβλία και κείμενα για τα τσακώνικα. Ξέρω ότι υπάρχουν, τα είχα δει σε εκδήλωση των Λεωνιδιωτών κάποια στιγμή στον Πειραιά πριν χρόνια. Δυστυχώς δεν προνόησα να τα αγοράσω επί τόπου.

    Μήπως ξέρεις, που πιθανόν να υπάρχουν και να πουλιούνται;

  6. Εχω υπόψη μου τη διδακτορική διατριβή του Αγαθοκλή Χαραλαμπόπουλου. Θα ψάξω όμως και θα σου πω. Σου παραθέτω πάντως το εξής:

    Χαραλαμπόπουλος, Α. 1980. Φωνολογική ανάλυση της Τσακώνικης διαλέκτου. Διδακτορική διατριβή. Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παράρτημα Αρ.30. Θεσσαλονίκη.

  7. Αγαπητή Μάρω,

    Παρακαλώ επίτρεψέ μου να παραπέμψω (για βιβλιογραφία) στο υπό επεξεργασία άρθρο μου «Τσακωνική διάλεκτος» , που ελπίζω να ολοκληρώσω σύντομα. Αναφέρω εκεί τα βασικά εγχειρίδια για σφαιρική εικόνα τής διαλέκτου. Ελπίζω να έγινε σωστά η σύνδεση.

    Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία.

  8. Ευχαριστώ για τις πληροφορίες.

    Μόνο ένα σχόλιο επί του κειμένου της Βικιπαιδείας:

    «Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή γλώσσα από τη Νεοελληνική Κοινή, σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική.»

    Μα, αφού η Τσακωνιά δεν έχει ούτε στρατό δικό της , ούτε αεροπορία, ούτε ναυτικό… πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητη γλώσσα;

    (με το δεδομένο ότι η κατατάξη μιας γλωσσικής μορφής σε κάποια από τις παραδοσιακές κατηγορίες -γλώσσα, διάλεκτος, ιδίωμα- καθορίζεται περισσότερο από πολιτικούς όρους)

  9. Καθορίζεται και από πολιτικούς όρους, όχι όμως αποκλειστικά μ’ αυτούς. Σίγουρα, ο όρος «γλώσσα» δεν έχει αποκλειστικά γλωσσική έννοια, παρόλο που εμπεριέχονται μεσα της και γλωσσικά στοιχεία. Μία ποικιλία μπορεί να θεωρηθεί γλώσσα για πολιτικούς, γεωγραφικούς, ιστορικούς, κοινωνιολογικούς και πολιτισμικούς λόγους.

  10. Διαβάστε σήμερα στην “Καθημερινή”…

    …το (αναδημοσιευμένο από τη Radikal) άρθρο του VAHIT TURSUN για τους ελληνόφωνους της Τουρκίας

    Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον!!!

Αφήστε απάντηση στον/στην Πόντος και Αριστερά Ακύρωση απάντησης