Σκοποί και τραγούδια τ’ Απεράθου (μέρος 4ο): τ’ απεραθίτικα κάλαντα

Κάλαντα με τζαμπουνοντούμπακα, κάμποσα χρόνια πριν, εν Αθήναις... (Πηγή: Κεφαλληνιάδης, Ν. Η Απείρανθος (Ιστορία - Μνημεία - Λαογραφία). Έκδοση Πολιτιστικού Λαογραφικού Ομίλου Απειράνθου, Αθήνα 1985, σελ. 375).

Στ’ Απεράθου της Νάξου, οι παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων δεν ξέφευγαν από ένα εθιμικό τυπικό -αμιγώς κοσμικό- που είχε ως στόχο την αλληλογνωριμία και τις στενές σχέσεις των μελών της απεραθίτικης κοινότητας αλλά και τη γενικότερη γνώση των κοινωνικών δεδομένων από τα μέλη της (Γιαννούλης 2009: 306): όλα τα απεραθιτόπουλα, παρέες παρέες, ότι άρχιζε να σκοτεινιάζει, έβγαιναν στις γειτονιές του χωριού για να πουν τα κάλαντα. Μόλις έφταναν στο κατώφλι του κάθε σπιτιού ρωτούσαν τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά «Είναι με το θέλημα;», ζητώντας τους, ουσιαστικά, την άδεια για να ξεκινήσουν. Αν οι νοικοκυραίοι απαντούσαν θετικά, τότε τα παιδιά άρχιζαν να τραγουδούν τα γνωστά και πανελληνίως καθιερωμένα κάλαντα («Χριστός γεννάται σήμερον…», «Άης Βασίλης έρχεται…», «Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά…»), τα οποία όμως γρήγορα προσπερνούσαν, για να αρχίσουν να τραγουδούν, πάνω στον σκοπό των καλάντων, αυτοσχέδια δίστιχα, κυρίως παινέματα, που είχαν ταιριάξει μερικές μέρες νωρίτερα οι μητέρες των παιδιών, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα σπίτια που θα επισκέπτονταν (Οικονομίδης 1991: 49· Ζευγώλης 2006: 58· Γιαννούλης 2009: 305-6). Εκτός από τα παιδιά, μετά το δείπνο, έβγαιναν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, επίσης παρέες παρέες, με βιολιά και έλεγαν τα κάλαντα μέχρι το πρωί. Σε κάθε παρέα έπρεπε να υπάρχει ένα καλός στιχοπλόκος, ο οποίος θα αυτοσχεδίαζε τα δίστιχα που θα τραγουδιόνταν σε κάθε σπίτι. Συνήθως, όμως, ξεκινούσαν με το εξής δίστιχο (Ζευγώλης 2006: 58):

Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας
Άης Βασίλης έρχεται νά ‘μπει στ’ αρχοντικό σας.

Χριστούεννα, πρωτόεννα, πρώτη ’ιορτή του χρόνου,
οπο’ ‘εννήθην ο Χριστός κι ήμαθε κι επορπάθειε,
κι ήβγηκε και χαιρέτηξεν όλοι τσοι ζευγολάτες:
– Καλώς τα κάνετε, ’ιωργοί, καλώς τα πολεμάτε.
Τα δέκα σας ναν’ εκατό, και τα ’κατό σας χίλια,
Και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητο λοάρι.
[Κάλαντα των Χριστουγέννων, όπως τα υπαγόρευσε στον Νίκο Σφυρόερα η Παρασκευή Γ. Ζαφείρη (Καναβιτσού), 85 χρονών, τον χειμώνα του 1937 στ’ Απεράθου. Φαίνεται πως αποτελούν την παλαιά μορφή που είχαν τα κάλαντα, όπου επικρατούσε ο ανομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος στίχος.]

Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά – ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός σας χρόνος – εκκλησά με τ’ άϊο θρόνος.
Αρχή πο’ βγήκεν ό Χριστός – άγιος και πνεματικός,
στη (γ)ης να πορπατήξει – και να μας καλοκαρδίσει.
Άϊς Βασίλης έρχεται – και δε μας καταδέχεται,
απού την Καισαρεία – σύ ‘σ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα καί χαρτί – ζαχαροκαδιοζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι – συ ‘σ’ αρχόντισσα μεγάλη.
Το καλαμάρι ντου ‘γραφε – τη μοίρα μου την ήγραφε,
και το χαρτί ντo’, ‘μίλειε – άσπρε μου, χρυσέ μου νήλιε.
– Βασίλη, α’ πόθεν έρχεσαι – και δε μας καταδέχεσαι,
κι α’ πόθεν κατεβαίνεις – και δε μάς -ε- συτνυχαίνεις;
– Απού τση μάνας μο’ ‘ρχομαι – μα (γ)ώ σας καταδέχομαι,
και στο σκολειό μου πάω – δε μου λέτε τι να κάμω;
– Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε τραούδια να μας πείς,
κάτσε να τραουδήσεις – και να μας καλοκαρδίσεις!
– Μα ‘(γ)ώ γράμματα μάθαινα – και να σας πω τι πάθαινα,
τραούδια δεν ηξεύρω – και του χρόνου να σας εύρω.
– Κι απόντις ξέρεις γράμματα, πες μας την Άρφα-Βήτα,
νά ‘χεις τό Θεό βοήθεια.
Και στο ραβδί ντο’ ‘κούμπησε – και δε μας ετραούδησε,
να πει την Άρφα-Βήτα – κι είχε το Θεό βοήθεια.
Και το ραβδί ξερό ‘τονε, χλωρά βλαστάρια ‘πέτα,
ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικοκλάδια του
περδίκια κελαδούσαν – τον αφέντη μας παινούσαν.
Κι όχι περδίκια μοναχά, μα και χελιδονάκια,
μαύρα μου, γλυκά ματάκια.
Και κατεβαίναν πέρδικες – γαρουφαλλιές λεβέντικες,
κι εβρέχαν τα φτερά τους,
και λούζαν τον αφέντη μας – το ρήγα, το λεβέντη μας
τον πολυχροvεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
[Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, όπως τα υπαγόρευσε στον Νίκο Σφυρόερα η Μαρία Ματθ. Πρωτονοταρίου (Νταμιτσομαριά), 70 χρονών, τον χειμώνα του 1937 στ’ Απεράθου.]

Σήκως, κερά, να στολιστείς, να πας στ’ ά(γ)ια τα Φώτα,
στα Φώτα και στσοι α(γ)ιασμοί και στσοι χαρές του κόσμου.
Σηκώθη και στολίζουντα(ν) τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά τζη.
[Κάλαντα των Φώτων, όπως τα υπαγόρευσε στον Νίκο Σφυρόερα η Ειρήνη Ιωάννου Δεουδέ, 92 χρονών, τον χειμώνα του 1937 στ’ Απεράθου.]

Κοπέλια της Νάξου λένε τα κάλαντα. Φωτογραφία του Ν. Κεφαλληνιάδη στο περιοδικό "Ναξιακά", τ. 16, 1987, σελ. 18,

Τα αυτοσχέδια δίστιχα που τραγουδιόνταν είχαν ως βασικό άξονα τις ευχές και τον έπαινο -σε υπερβολικό βαθμό πολλές φορές και με στόχο τη διέγερση του συναισθήματος των προσώπων που απευθύνονταν- προς τους νοικοκύρηδες και την οικογένειά τους, ενώ το περιεχόμενο και η θεματολογία τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με το επάγγελμα, το σόι, την κοινωνική θέση και την οικογενειακή κατάσταση του προσώπου στο οποίο απευθύνονταν (Γιαννούλης 2010: 305 και 307): οι καλαντιστές επαινούσαν τις κοπελούδες του σπιτιού, για τις οποίες ενδέχετο να ενδιαφέρονται -γι’ αυτό άλλωστε και τα αυτοσχέδια δίστιχα που τραγουδούσαν προσιδιάζουν αρκετά με αυτά της πατινάδας-, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, εύχονταν την γρήγορη επιστροφή των ξενιτεμένων ή των στρατιωτών, αν τυχόν υπήρχαν, κ.λπ.

Σήκως απάνω κι άνοιξε την πόρτα τη gαρένια
του χρόνου που θε να ‘ρθομε να ‘ναι μαλαματένια.
Σήκως απάνω κι άνοιξε-ν η ‘ειτονιά να φέξει
που το φεγγάρι από ψηλά μαζί σου θε να παίξει.
Σήκως απάνω κι άνοιξε, άσπρη μου περιστέρα,
η νύχτα θε να dροπιαστεί ‘ιατί ‘σαι σα dη μέρα.
Σήκως απάνω κι άνοιξε τη bόρτα του σπιθιού σου
‘ιατί παρέα-ν είμαστε του αγαπητικού σου.
Σήκως απάνω κι άνοιξε, μπουκέτο με τσοι κρίνοι,
να χαίρεσαι το Νίκο σου κι ό,τι ποθείς να ‘ίνει.

Όλα σας τα ποιήματα στο σπιτικόν ετούτο
το περιβόλι ‘ν’ η Σοφιά κι η Μαρουδιά το φρούτο.
Ένα τραούδι θε να πω κι ευτό θα ‘ναι δικό σου,
πρωτοτεχνίτης του χωριού είν’ ο αγαπητικός σου.
Σήκως απάνω κι άνοιξε ν’ ανέβομεν απάνω,
να χαίρεσαι τον άντρα σου τον πετροπελεκάνο.
Σήκως απάνω κι άνοιξε, ω ουρανέ με τ’ άστρα,
εσύ ‘σαι η ανεφαντού κι μάνα σου η διάστρα.

Τη καλησπέρα φέραμε μεσ’ εουτό το σπίτι
και θα καληωρίσουμε τον ιερολοχίτη.
Με τα τουφέκια πολεμά μες στη φωθιά π’ ανάβει
να φέρει την ελευθεριά ‘ια να μη ζούμε σκλάβοι.
Με τα τουφέκια πολεμά μες στη Ταξιαρχία
βοήθησέ τονε Θεέ κι ατή σου Παναγία. […]

Τη καλησπέρα φέραμε μεσ’ εουτό το σπίτι
που κατοικά Αυγερινός με τον Αποσπερίτη.
Σήκως απάνω κι άνοιξε και κόψ’ ένα κυδώνι
σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένοι χρόνοι.
Σήκως απάνω κι άνοιξε, μπαξέ με τα λουλούδια,
να σου χαρήνει ο Θεός τα δυο σου αγγελούδια.

Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού, ακόμα κι αν κοιμόντουσαν, σηκώνονταν και συνήθως φίλευαν τους καλαντιστές ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κυδώνια κ.λπ. (Γιαννούλης 2009: 305), ωστόσο στα νεότερα χρόνια αυτό το κέρασμα αντικαταστάθηκε από τα χρήματα, τα οποία αδημονούσαν να πιάσουν στα χέρια τους τα παιδιά και οι μεγάλοι και το εξέφραζαν, χωρίς ντροπή, και με έμμετρο τρόπο:

[…] Σήκως απάνω κι άνοιξε λαλά μας Κατερίνα,
άνοιξε το μπουκάκι σου, δώσ’ μας την καλιστρίνα.

Ακόμα δεν την ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις τα λεφτά κι απέκιο να σφαλήξεις;

Η παρέα των καλαντιστών, φεύγοντας, συνέχιζε τα αυτοσχέδια δίστιχα, με τα οποία καληνυχτούσε τους νοικοκύρηδες:

Καληνυχτώ τα μέγαρα, καληνυχτώ τα πάντα
καλήωρος ο Μήτσος σου κι ώσπου να ‘ρθεί κα’ιάντα.

Αν τυχόν κάποιος δεν τους άνοιγε, οι καλαντιστάδες έλεγαν πειραχτικά τραγούδια (Ζευγώλης 2006: 59):

Να σου ξυδιάσει το κρασί και να ‘ενεί τραπέτι,
και να το χύσεις να διαβεί κάτω στου Πολυκρέτη.
[Πειραχτικό δίστιχο που ειπώθηκε σε Απεραθίτη που είχε πολλά πιθάρια με κρασί, αλλά προφανώς αρνήθηκε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του στους καλαντιστάδες…]

Πέρα όμως από τα κάλαντα που τραγουδούσαν τις παραμονές των γιορτών, οι Απεραθίτες συνήθισαν να γράφουν κάλαντα σε κάρτες και φωτογραφίες, τις οποίες έστελναν στους οικείους τους που βρίσκονταν στην ξενιτιά (Κεφαλληνιάδης 1985: 374· Γιαννούλης 2009: 307):

Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
να σας εφέρω δροσερό νερό απ’ το χωριό σας.
Σηκώστε να μ’ ανοίξετε την πόρτα τη δική σας,
που σας εφέρνει δροσερό νερό η αδερφή σας.
Ανοίξετε την πόρτα σας να μπω ‘ιατί σηκώνω,
σας εύχομαι καλές γιορτές κι ευτυχισμένο χρόνο.
Στο σπίτι σας ποδαρικό ε’ώ θα κάμω φέτη
και σας εφέρνω και νερό ‘ια να μην έρθω σκέτη.
– Φέρνω του Καραβά νερό και τα ποτήρια πιάστε
να σας επώ καλή χρονιά κι ευτυχισμένοι να ‘στε.
[Κάλαντα που έστειλε η αδελφή των Γιάννη και Μανόλη Χατζηπέτρου, που βρίσκονταν στον Καναδά, πάνω σε μια φωτογραφία της όπου κρατούσε το σταμνί στον ώμο και γύριζε από την πηγή του Καραβά.]

Σήκως απάνω κι άνοιξε την πόρτα την καρένια
φέρνω σουφούνι με κρασί, όχι ψευτιές, ντασένια.
Φέρνω αντί Χριστόψωμο, το μονοΰριστό μου,
είδες, μωρέ Μανώλη μου, δεν έχω το Χριστό μου.
Φέρνω σου και το ληόφυλλο που θα σε συγκινήσει,
και ή που πια θε να καεί, αλλιώς θα ντριμπηδήσει.
Φέρνω κουκουλομαεργιά,
Μανώλη μου, μια πανεργιά
να φας και να χορτάσεις.
Κι αφού κι ε’ώ θένα πρηστώ
απ’ το φαΐ θα σου φκηστώ
το νέο χρόνο πό’ ρχεται, ωραία να περάσεις.
Φέρνω μια κεφαλοποδιά,
καμένη μας γλυκοδοδιά,
καλά καλά τσισμένη,
με δυο-τρεις ποτηριές κρασί,
συχώριο που το κάνασι
σαν κράξουνε οι πετεινοί, θα ‘μαστε μεθυσμένοι.
Φέρνω σου και μια τρεβολιά
και μια καλή χεροβολιά,
τσόχοι και μαντουλίδες
και μη μου πεις παραμονή,
Μανώλη μου, μ’ άλλο κανεί καλύτερη πως είδες.
Φέρνω σου σ’ ένα σκεπαστό,
μια σκίζα με χερνό παστό,
ωραίο και θικάτο.
Και ‘ια να θυμηθείς Αξά,
στσ’ Αμερικής τη μοναξά,
κομματιασμένο φάτο.
Του Αβραάμ τ’ αγαθά
(μόνον κακό νο πού ‘παθα
πως θα στραφώ απίσω)
σου ‘φερα να φχαριστηθής, μα τώρα θα σ’ αφήσω.
Και φεύγω με βαρειά καρδιά
μα θα ξανάρθω μια βραδιά,
τσ’ Απόκριες να πιούμε,
που τσοι μαθιές θα σου βαστώ
και μπουκουνιές ψαχνό βραστό
και πάλι θα τα πούμε.
[Κάλαντα που έστειλε η Κατίνα Δημ. Μυτιληναίου (Πρωτονοταρίου) σε συγγενή της στην Αμερική το 1963.]

_______________________________

Βιβλιογραφικές αναφορές
Γιαννούλης, Γ. Απεράθου [1900-1950]. Η ποιητική γλώσσα ως αγωγή πολιτισμού. Graphopress, Αθήνα 2009.
Ζευγώλης, Γ. «Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι στην Απείρανθο της Νάξου». Στο Φιλολογικά – Λαογραφικά Μελετήματα, Αθήνα 2006 [1937], σ.σ. 53-103.
Κεφαλληνιάδης, Ν. Η Απείρανθος (Ιστορία – Μνημεία – Λαογραφία). Έκδοση του Πολιτιστικού Λαογραφικού Ομίλου Απειράνθου (ΠΛΟΑ), Αθήνα 1985.
Οικονομίδης, Δ. «Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι της Απειράνθου Νάξου», Ναξιακά, τ. 30-31, Οκτώβριος 1991-Μάρτιος 1992 [1934], σ.σ. 46-55.
Σφυρόερας, Ν. Δημοτικά τραγούδια από τ’ Απεράθου της Νάξου. Έκδοση του Απεραθίτικου Συλλόγου, Αθήνα 1983.

10 thoughts on “Σκοποί και τραγούδια τ’ Απεράθου (μέρος 4ο): τ’ απεραθίτικα κάλαντα

  1. Ενδεικτική επιλογή από σχετικά κείμενα και βίντεο για τα κάλαντα και τα Χριστούγεννα στη Νάξο:

    Κάλαντα στον Κινίδαρο της Νάξου, του Σταύρου Σπηλιάκου από την προσωπική του ιστοσελίδα Χορομπαλλ(ό)ματα.
    Ας καλαντίσουμε…, του Σταύρου Σπηλιάκου από την προσωπική του ιστοσελίδα Χορομπαλλ(ό)ματα.
    Απεραθίτικα κάλαντα, από την ιστοσελίδα Aπείρανθος.
    Οι καλλικάντζαροι στη Νάξο, από την ιστοσελίδα Απείρανθος.
    Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις, από την ιστοσελίδα Απείρανθος.
    Χριστούγεννα στου Παπά τον Μύλο, από την ιστοσελίδα Απείρανθος.
    Χριστούγεννα (Γεω. Στεφ. Ζευγώλη), από την ιστοσελίδα Απείρανθος.
    Χριστούγεννα στο Χωριό (Νίκου Σφυρόερα), από την ιστοσελίδα Απείρανθος.
    Στοιχεία από τις εθιμικές συνήθειες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Νάξο, από παλαιότερη ανάρτησή μου στο παρόν μπλογκ.

    Καληασπεράκι, κάλαντα Χριστουγέννων από την Κωμιακή της Νάξου, από το κανάλι katerina268 στο youtube.
    Καληοσπεράκι, κάλαντα Χριστουγέννων από την Κωμιακή της Νάξου, από το κανάλι fas7491 στο youtube.
    Χριστουγενιάτικα κάλαντα Κωμιακής Νάξου, από το κανάλι gianprev στο youtube.
    Αρχιμηνιά, κάλαντα Πρωτοχρονιάς από την Κωμιακή της Νάξου, από το κανάλι fas7491 στο youtube.
    Κάλαντα Πρωτοχρονιάς από τις Τρίποδες Νάξου, από το κανάλι kikitripodesnaxos στο youtube.
    «Άης Βασίλης: πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στην Κωμιακή της Νάξου, από το κοινωνικό δίκτυο Κωμιακή και Απόλλωνας Νάξου.

  2. ειναι πολύ ιδιαίτερο να ερευνάς τον μουσικό σου Πολιτισμό και από γλωσσολογική ματιά!! χίλια μπράβο Μαρία.. Ας υπήρχαν σε κάθε νησί για π.χ. γλωσσολόγοι ερευνητές της λαογραφίας……

    • Να ‘σαι καλά, βρε Ιωσήφ! Μεράκια είναι αυτά, όπως πολύ καλά το ξέρεις και συ!! 🙂
      Καλή χρονιά σου εύχομαι, μα θα τα ξαναπούμε!!

      • Την ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ των επιστημόνων την κάναμε ΜΕΡΑΚΙ και τ’ αφήσαμε όλα στους «ρεπόρτερς της παράδοσης».
        ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ φίλοι μου, με περισσότερη εργασία κι όχι δουλειά.

  3. Καλή χρονιά και σε σας, κ. Σταύρο!
    Να ‘στε καλά και σεις και να συνεχίσετε ακόμα πιο δυναμικά, δημοσιεύοντας με κάθε τρόπο επικοινωνίας τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά σας πάνω σ’ αυτά τα θέματα.

    Μέσα στην κατηφόρα που έχουν πάρει οι ανθρωπιστικές επιστήμες στα μάτια του απλού κόσμου και, κυρίως, των νέων, το μεράκι για θέματα αμιγώς ανθρωπολογικά και πολιτισμικά θεωρείται άλλοτε γραφικό και άλλοτε ρετρό. Το μεράκι αυτό, όμως, κίνησε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν το επιστημονικό ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων, που διαπίστωσαν το πολιτισμικό φορτίο που υπάρχει μέσα στη διαφορετικότητα και την απόκλιση από τα όποια στάνταρ.

    • Αφού σ’ ευχαριστήσω για τα πρώτα, στέκομαι στη δεύτερη παράγραφο για να πω πως εισάγεις μια νέα αντίληψη για την απόκλιση από τα στάνταρς. Αυτή του «μερακλή». Μερακλής χορευτής, μερακλής….., να λοιπόν και «μερακλής επιστήμονας» αυτός που καταπιάνεται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Σε λίγα χρόνια, αν δεν είναι τώρα η ώρα, θα πρέπει να ακολουθούμε και στο λαϊκό πολιτισμό, μεθόδους και μεθοδολογία από την συνεργατική επιστήμη της Αρχαιολογίας, ήτοι «Αρχαιολόγοι της Παράδοσης»….

      • Αισθάνομαι μεγάλη αμηχανία όταν γράφω αυτά τα μικρά κείμενα (ουσιαστικά μόνο με μια βασική βιβλιογραφία) και χρησιμοποιώ παρατατικό. Όταν ο λόγος μας μπει σε χρόνο παρατατικό δύσκολα επιστρέφουν στον ενεστώτα οι πράξεις…

  4. τι υπέροχο που θα ταν αυτή η υπόχρεωση των επιστημόνων να μην γίνει μεράκι αλλά να συνυπάρχει με το μεράκι……Καλοτάξιδοι φίλοι μου!

    • Επιστήμονας χωρίς μεράκι δεν νομίζω πως θα μπορέσει ποτέ του να προσφέρει κάτι στο αντικείμενό του… Οχι ότι δεν υπάρχουν και δαύτοι, που απλά ανακυκλώνουν τα ειπωμένα και μένουν μόνο σ’ αυτά. Για μένα η αγάπη και το μεράκι γι’ αυτό που επιλέγεις και που εντρυφείς πάνω του δεν πάνε ξέχωρα από την επιστημοσύνη.

  5. Παράθεμα: Ας καλαντίσουμε….. « xoroballomata

Σχολιάστε