Το τρίπτυχο της μουσικοχορευτικής παράδοσης της Νάξου: Η περίπτωση τ’ Απεράθου (Μέρος 2ο)

Η παρούσα σειρά άρθρων αποτελεί εργασία πάνω στη βασική βιβλιογραφία για τη μουσικοχορευτική παράδοση της Νάξου (με έμφαση στο χωριό Απεράθου), η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2009.

Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

1. Ο Λόγος

1.2 Λαϊκοί στίχοι: δεκαπεντασύλλαβοι, οκτασύλλαβοι στίχοι (κοτσάκια) και εξάστιχα

Οι κυριότεροι λαϊκοί στίχοι στη Νάξο, συνεπώς και στ’ Απεράθου, είναι οι δεκαπεντασύλλαβοι και οι οκτασύλλαβοι οι οποίοι έχουν ως χαρακτηριστικό τους τη ρίμα/ την ομοιοκαταληξία. Ο Ζευγώλης (2006α:55) επίσης σημειώνει  ότι συναντούμε και πεντασύλλαβους, εξασύλλαβους και εφτασύλλαβους στίχους.

1.1.1 Δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα (τετράστιχα)

Ο Οικονομίδης ήδη στα 1934 σχολιάζει ότι η εμμονή των Απεραθιτών στο ταίριασμα των δίστιχων, έθεσε σε δεύτερη μοίρα το περιεχόμενο των ίδιων των τραγουδιών. Ομοίως και ο Ζευγώλης την ίδια περίοδο (2006α:54) σημειώνει ότι η ομοιοκαταληξία έκανε τον στίχο τεχνικότερο, καθιστώντας τον δηλαδή ένα εξωτερικό στολίδι που έπρεπε να φτιάχνεται όσο το δυνατόν καλύτερα, ωστόσο έγινε και η αιτία να δημιουργούνται πολλές φορές φτωχά τραγούδια, χωρίς βαθύτερο νόημα.

Τα παλαιότερα χρόνια συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, καθώς η ρίμα δεν ήταν υποχρεωτική, ενώ το περιεχόμενο των τραγουδιών τα οποία ακούγονταν μόνο από τα στόματα των γεροντότερων που τα θυμούνταν ήταν ασύγκριτα καλύτερα. «Η ρίμα κατέφαγε την ποίησιν. Εις αυτήν την ρίμαν συγκεντρούται τώρα πάσα η προσοχή των ποιηταράδων και ριμαδόρων και δι’ αυτήν είναι ικανοί να φλυαρήσουν και την έκφρασιν και την γλώσσαν ακόμα την ελληνικήν να παραβιάσουν και στρεβλώσουν» (Κυριακίδης• στο Οικονομίδης 1991:54).

Ο Οικονομίδης (1991:54) σημειώνει ότι το περιεχόμενο όλων σχεδόν των σύγχρονων τραγουδιών της Απειράνθου στρέφεται γύρω από μοτίβα ερωτικά, ενώ παρουσιάζονται και γλωσσικές ομοιότητες με τα κρητικά, κυρίως δε με τις παραλλαγές του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης. Αυτό περισσότερο συνέβαινε παλιότερα, όταν οι Απεραθίτες διάβαζαν τον Ερωτόκριτο και τα άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας, ενώ πολλοί ήξεραν από μνήμης ολόκληρα αποσπάσματα. Σταδιακά, η ποιητική δύναμη των Ναξιωτών, κυρίως των Απεραθιτών, πέρασε από τα παραδεδομένα και επαναλαμβανόμενα δίστιχα (του Ερωτόκριτου, των ημερολογίων) στο αυτοσχέδιο δίστιχο, το οποίο χρησιμοποιείτο ευρέως στο χορευτικό τραγούδι ή όχι, με τη συνοδεία οργάνων ή με απαγγελία (Οικονομίδης 1969 στο Σπηλιάκος 2008:69). Το ερωτικό αίσθημα που διατηρείται στη μορφή του την πλατωνική (ας πούμε) εκδηλώνεται στα δίστιχα, που κατά τον Κυριακίδη «είναι αυτοσχέδια, ως επί το πλείστον, στιχουργήματα των συναναστροφών και των χορών, όπου εις ποιητικόν αγώνα διασταυρώνονται μετά θαυμαστής ευχέρειας και οξύτητος» (Κυριακίδης• στο Οικονομίδης 1991:54).


Το αυτοσχέδιο τραγούδι που το «ταίριαζαν» ονομαζόταν βγαλητό ή βγαρτό και συνήθως ήταν προσωπικό, εφήμερο και συμβατικό. Τα δίστιχα διακρίνονται για το πνεύμα και την επιγραμματική συντομία και χάρη με την οποία εκφράζουν όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου, για την απλότητά τους, κάτι που χαρακτηρίζει άλλωστε όλα τα λαϊκά τραγούδια.

Όdε σε ‘έννα η μάνα σου ήτονε μέρα σκόλη
κι ελειτρουούσεν ο Χριστός κι οι δώδεκα Αποστόλοι.
(δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο από τραγούδι της «βλάχας»)

Ύπνε μου, έπαρέ μου το γλυκά να το κοιμήσεις
με ρόδα και με λούλουδα πίσω να το ‘υρίσεις.
(νανούρισμα)

Σήκως απάνω κι άνοιξε άσπρη μου περιστέρα
η νύχτα θε να dροπιαστεί ‘ιατί ‘σαι σα dη μέρα.
(πατινάδα)

Έλα πουλί μου να με δεις μεσ’ στου dρυού τη μέση
‘ιατί πως άλλον αγαπάς οι άσκατζοι μου λέσι.
(εργατικό, της φάμπρικας)

Άτιμε των ατίμωνε, μπεκρή τω μεθυσμένω
Περγέλοιο των ασώτωνε, σκατά τω ξερασμένω.
(απόσπασμα από σατιρική ρίμα πεθεράς προς τον γαμπρό της…)

Ξεκουδουνώσετε τα ζα να φαίνουdαι φλιμμένα
‘ιατί θα φύει ο βοσκός που τα ‘χε gαμωμένα.
(απόσπασμα από τραγούδι των κληρωτών)

Ανάθεμά τσοι τσ’ άνοιμοι τσοι λυσσασμένοι σκύλοι
που ‘ρθασι gαι σκοτώσασι το ‘υιο μου το Βασίλη.
(απόσπασμα από μοιρολόι)

Να ‘χα τσοι ψήφοι του χωριού όλοι να σου τσοι δίνω
και να μην έρθω και ποτές να σε παραβαρύνω.
(τραγούδι των εκλογών)

Όσες δουλειές κι αν ήκανα, κούραση δε γνωρίζω
μα κόβιεται η μέση μου σα πιάσω να θερίζω.
(απόσπασμα από τραγούδι του θέρους)

Όπως αναφέρουν πληροφορητές στον Σπηλιάκο (2008:68), οι Απεραθίτες είχαν έφεση στη στιχοπλοκή, γι’ αυτό και χρησιμοποιούντο οι στίχοι τους στις πατινάδες και τους μπάλλους. Ιδιαίτερα δε όταν δημιουργήθηκε η επαγγελματική ανάγκη για δίστιχα στο τραγούδι (κυρίως ερωτικά για τον μπάλλο), οι βιολιτζήδες έπαιρναν στο τακίμι τους λαουθιέρη από άλλα χωριά, όπως την Απείρανθο, που ήταν προικισμένος στην απομνημόνευση ή τον αυτοσχεδιασμό.

1.1.2 Οκτασύλλαβα δίστιχα – «Κοτσάκια»

Τα κοτσάκια είναι οκτασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα, τα οποία αρχικά χρησιμοποιούνταν για τσάκισμα/γύρισμα (refrain) στα δεκαπεντασύλλαβα τραγούδια. Αργότερα επιβλήθηκαν και έγιναν το κύριο τραγούδι.

Ο Οικονομίδης (1978:7, 1985:145) αναφέρει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στα δεκαπεντασύλλαβα και τα οκτασύλλαβα δίστιχα, καθώς τα δεύτερα δημιουργήθηκαν από τα πρώτα. Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του δίστιχου κόπηκε σε δύο ημιστίχια (οκτασύλλαβο και επτασύλλαβο – με ιαμβικό ή τροχαϊκό μέτρο) κι έτσι δημιουργήθηκαν μικρότερα δίστιχα, τα «παιδιά του δεκαπεντασύλλαβου». Πιθανότατα, ο λαϊκός ποιητής συνέδεσε με ομοιοκαταληξία τα δύο αντίστοιχα ισοσύλλαβα ημιστίχια δύο αλλεπάλληλων στίχων και έτσι σχηματίστηκε τετράστιχη στροφή, αποτελούμενη από δύο οκτασύλλαβους και δύο επτασύλλαβους στίχους. Κάθε δίστιχο απέκτησε περίπου αυτοτελές νόημα, αφού ίσχυσε ο νόμος της ισομετρίας μορφής και περιεχομένου. Πέρα όμως από την ισομετρία, το κόψιμο του δεκαπεντασύλλαβου σε κοτσάκια υπαγορεύτηκε, σύμφωνα με τον Οικονομίδη (1978:7, 1985:145), λόγω της ευχέρειας της ομοιοκαταληξίας και της ανάγκης δημιουργίας μετρικών συστημάτων, κατάλληλων για μουσική και χορό. Τα γυρίσματα δηλαδή των τραγουδιών (προσαρμοσμένα στη μουσική και το είδος του χορού) συντέλεσαν στη διάσπαση του δεκαπεντασύλλαβου, με την επωδό (γύρισμα) να ακολουθεί τον πρώτο ή τον δεύτερο στίχο του δίστιχου δεκαπεντασύλλαβου (Οικονομίδης 1985:146) [1].

Ας πούμε και τ’ αμπρουστινού καένα dραουδάκι,
που μοιάζει το κορμάκι dου σαν το κυπαρισσάκι.

Μπροστινέ μου, που χορεύγεις,
να σε δω να βασιλεύγεις.
(Στο δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο του χορού της «βλάχας» ακολουθεί το γύρισμα με κοτσάκι)

Βραδυάζει και παρακαλώ πότε να ξημερώσει,

Ω που να ‘θε μη dο σώσω
να σε συμπαθήσω τόσο.

‘ια να σε δουν dα μάθια μου κι ο νους μου να μερώσει.

Έλα και συχωρεμένα
όσο μό ‘χεις καμωμένα.
(Δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο πατινάδας με γύρισμα με κοτσάκι)

Μ’ αυτόν τον τρόπο πλάστηκαν, σύμφωνα με τον Οικονομίδη (1978:7) τα κοτσάκια ή ημιλόγια/ λόγια στιχοπλόκια χωρίς ή και με αλληλεπίδραση, με τη διάσπαση του δεκαπεντασύλλαβου. Σε αυτά ομοιοκαταληκτεί οξύτονος στίχο με οξύτονο, παροξύτονος με οξύτονο, οξύτονος με προπαροξύτονο, προπαροξύτονος με οξύτονο, προπαροξύτονος με προπαροξύτονο. Στα τροχαϊκά μέτρα, οι στίχοι είναι πάντοτε παροξύτονοι, γι’ αυτό και ο ρυθμός τους χαρακτηρίζεται κάπως μονότονος.

Να ‘τονε τρόπος να φανείς,
μα δίχως να σε δει κανείς.
(οξύτονος με οξύτονο)

Πουλί μου με το χιλιανά-
θεμένο τα ‘σασες ξανά.
(όταν ο δεύτερος στίχος είναι οξύτονος, ο πρώτος τονίζεται στη λήγουσα, παρόλο που δεν έχει γραμματικό τόνο)

Δεν είχα κ’ εώ χατήρι
να ‘χεις φως στο παραθύρι;
(παροξύτονος με παροξύτονο)

Ιάντα τη ζωή μου πό’ θυ-
σίαζα να μη dο νιώθει.
(όταν ο δεύτερος στίχος είναι παροξύτονος, ο πρώτος τονίζεται στην παραλήγουσα, ακόμα κι αν δεν έχει γραμματικό τόνο, καθώς εκεί πέφτει ο ρυθμικός τόνος)

Ποτές μου δε θα πω το ναι
να πάρω τη ζαβή ντωνε.
(οξύτονος με προπαροξύτονο)

Το ξένο παλιοκόπελλο
μο’ μήνυσε πως δε φελώ.
(προπαροξύτονο με οξύτονο)

Παρόμοιες στιχουργικές μορφές απαντούν και στην υπόλοιπη Ελλάδα (κουντουρμάδες στην Ανατολική Θράκη, κουτσάκια και μπιγίτια στην Αδριανούπολη και στη Μάδυτο (=τραγούδια του χορού), κοτήματα και κουτσουμπάκια στον σκοπό της Ανατολικής Θράκης, λιανά τραγουδάκια, λιανοτράγουδα, παρασκίδες, παραμικρά, κοντόσωμα, κοντοτράγουδα, τραγουδέλια, στον Αίνο και στην Κω τσακίσματα, στη Λατσίδα Μεραμβέλλου Κρήτης ποτσακίσματα, αλλού τραγούδια αγάπης, στιχάκια, παρόλες (πρβ. Οικονομίδης 1969).

Η λέξη κοτσάκια πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική kocek, η οποία σημαίνει «χορεύω» και χρησιμοποιείτο κυρίως στην περιοχή του Βοσπόρου. Ο Σφυρόερας (1984) μάλιστα μας λέει ότι η λέξη αυτή συναντάται στα βιβλία της Φαναριώτικης λυρικής ποίησης του τέλους του 18ου αιώνα (πρβ. «Έρωτος αποτελέσματα»), τα οποία εκτός από διηγήσεις στον πεζό λόγο και δεκαπεντασύλλαβους στίχους, περιελάμβαναν και δίστιχα οκτασύλλαβα τραγούδια. Αυτά ονομάζονταν «κοτσάκια» και αποτελούσαν αγαπημένο ανάγνωσμα της εποχής, ενώ τα μάθαιναν απέξω οι Έλληνες της Πόλης και τα τραγουδούσαν στα γλέντια και στις χαρές τους. Η ομοιότητα των πολίτικων και των απεραθίτικων κοτσακιών, σύμφωνα με τον Σφυρόερα (1984), οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί Απεραθίτες, κυρίως δε Απεραθίτισσες, είχαν ξενιτευτεί στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου τα άκουσαν και τα έφεραν με την επιστροφή τους στο χωριό. Σπουδαίο ρόλο στην εξάπλωσή τους στην Απείρανθο έπαιξαν οι Απεραθίτισσες γυναίκες, με τη φυσική τους κλίση να αυτοσχεδιάζουν δίστιχα και να φτιάχνουν τραγούδια με μεγάλη ευκολία. Ο Οικονομίδης ωστόσο (1978:7) πιστεύει ότι δεν θα έπρεπε οι ομοιότητες ανάμεσα στα φαναριώτικα στιχοπλόκια και τα δημοτικά δίστιχα να μας οδηγούν στην άποψη περί επιρροής των πρώτων στα δεύτερα ή των δεύτερων στα πρώτα. Σύμφωνα με τον μελετητή, η προέλευση τόσο των λαϊκών όσο και των φαναριώτικων δίστιχων έχει κοινές ρίζες και αίτια, χωρίς βέβαια να αποκλείονται αλληλεπιδράσεις.

Τα κοτσάκια διακρίνονται σε δύο είδη: τα ίσα, όπου κάθε στίχος τελειώνει με ολόκληρη τη λέξη και τα κοφτά, όπου έχουμε το φαινόμενο του διασκελισμού του στίχου. Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου είναι κομμένη στα δύο και με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα της κομμάτι ν’ αποτελεί το τέλος του πρώτου κι η υπόλοιπη την αρχή του δεύτερου στίχου. Συνήθως, αυτή η λέξη που κόβεται είναι και κεντρική έννοια του στίχου. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι λέξεις υποτάσσονται στον αυστηρό νόμο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας. Η τελευταία αυτή τεχνοτροπία παρουσιάστηκε στα χρόνια της Κατοχής, ενώ ήταν πολύ σπάνια έως και ανύπαρκτη στη λαϊκή και έντεχνη ποίηση (πρβ. Σολωμό, Δάντη) (Οικονομίδης 1985:146• Σφυρόερας 1945,1984• Ζευγώλης 2006β:178). Ο Ζευγώλης (2006β:178 κ.εξ.) ερμηνεύει το γεγονός ως εξής:

Οι λέξεις που έπρεπε κάποτε να μπούνε στο τραγούδι, ήταν κάπως άβολες κι ακανόνιστες στον αριθμό των συλλαβών ή στον τονισμό, για να μπορέσουν ομαλά ν’ αποτελέσουν ένα μέρος του συνόλου. Βρέθηκε λοιπόν ο στιχουργός στην ανάγκη να κόψει στα δύο κάποια απ’ αυτές για να κατορθώσει να τις υποτάξει στον αυστηρό νόμο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας. Γιατί, πρέπει να σημειωθεί στ’ Απεράθου είναι αδύνατο να νοηθεί τραγούδι χωρίς την ομοιοκαταληξία. Και της δίνουν τόση σημασία, όση και στο μέτρο. Έτσι λοιπόν, από ανάγκη, δημιουργήθηκαν το πρώτο και το δεύτερο, ίσως κοτσάκι με την καινούργια τεχνοτροπία, κι ακουστήκανε μια μέρα στο χωριό [2]:

Πουλί μου, με το χιλιανά-
θεμένο τα ‘σασες ξανά.
Επαράτησά-ν-τη τη Σκου-
νιά ‘ιατί μ’ έκανε-γ-κι ήσκου.

Το πρώτο δίστιχο το είπε ένας νέος σαν παράπονο στην αγαπημένη του,που τον άφησε και τα ‘φτιαξε με κάποιον άλλον, όπως είχε κάμει κι άλλη φορά. Αυτόν τον άλλο τόνε βρίζει χιλιαναθεμένο, λέξη που έπρεπε να χωρέσει στον έναν από τους δύο οκτασύλλαβους στίχους.

Έχει όμως μόνη της έξι συλλαβές και χρειαζόταν άλλη μια δισύλλαβη είτε δύο μονοσύλλαβες, για ν’ αποτελέσουνε μαζί τον ένα στίχο. Κι ακόμα ήταν ανάγκη να κανονισθεί η ομοιοκαταληξία και να εκφρασθεί το νόημα που ήθελε ο τραγουδιστής. Πράγματα δηλαδή σχεδόν αδύνατα, εξ αιτίας του πολυσύλλαβου επιθέτου χιλιαναθεμένο.

Βρήκε λοιπόν ο στιχουργός τη λέση τσακίζοντας τη λέξη στα δυο. Ο νέος όμως στιχουργικός τρόπος άρεσε, θεωρήθηκε σαν ένα λεπτό παιχνίδισμα, που χρειάζεται ευχέρεια και ευστροφία του τεχνίτη και σαν ένα μέσο για να κάμουν πιο πλούσια την ομοιοκαταληξία που τόσο την υπολογίζουν. Ακόμη τόνε βρήκανε σαν αλλαγή και σαν ξεκούρασμα. […]

Ωστόσο ο Οικονομίδης (1985:146) σχολιάζει ότι αυτά τα κοτσάκια στερούνται ποιητικής αξίας, σε σύγκριση με τα παλαιότερα ομαλά παραδοσιακά οκτασύλλαβα δίστιχα, αποδεικνύουν όμως τη στιχουργική ικανότητα των δημιουργών τους (1978:8), προσθέτοντας ζωντάνια και ομορφιά σε ένα καλό τραγούδι (Ζευγώλης 2006β:184).

Αυτού του είδους τα κοτσάκια δημιουργήθηκαν τον καιρό της κατοχής στ’ Απεράθου, όπου και δειλά δειλά άρχισαν να χρησιμοποιούνται, ενώ στις μέρες μας πλέον η χρήση τους είναι ευρεία, ενώ υπάρχουν και οι κοτσάτοι σκοποί (ο κοτσάτος της τσαμπούνας ή οι υπόλοιποι απεραθίτικοι κοτσάτοι), οι σκοποί δηλαδή εκείνοι πάνω στους οποίους ταιριάζονται και τραγουδιώνται κοτσάκια. Ο Οικονομίδης (1978:8) σημειώνει ότι σε περιπτώσεις έξωθεν ερχομένων μουσικών ρυθμών (όπως π.χ. το «ντάρι ντάρι»), αν αυτοί είχαν χρονική ποσότητα και μορφή ίση με την υπάρχουσα παραδοσιακή στα τραγούδια, τότε προσαρμόζονταν πάνω τους ντόπια οκτασύλλαβα.

Για τους Απεραθίτες, αυτός ο τρόπος πλέξης του στίχου αποτελεί δείγμα της δεξιοτεχνίας ενός ποιητή, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο ο στίχος αποκτά παραστατικότητα και ζωντάνια, ενώ αποτελεί επίσης ένα παιχνίδισμα τόσο ως προς το περιεχόμενο του στίχου όσο και ως προς τη μορφή του. Αν ένα κοτσάκι ή ένα δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο δεν καταφέρει να ‘ναι σύμφωνο με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία θεωρείται ζαβό ή καντουνάτο [=γωνιώδες και όχι ίσιο, ανόητο – όταν ο δεύτερος στίχος δεν ταιριάζει σε ομοιοκαταληξία με τον πρώτο λένε «και τ’ άλλο τ’ αποδέλοιπο μεσ’ στου Παραμεριάρη», «Ώχου, καλέ μου, καλεράκι, ή ώχου, καλέ μου, καλεριτσαριά» (Οικονομίδης 1978:7, 1985:144)].

Το περιεχόμενο των κοτσακιών είναι ποικίλο, μέσα από αυτά εκφράζεται η δύναμη και ο πόνος της αγάπης (χαρακτηριστικοί είναι οι διάφοροι κοτσάτοι «Κάθα δεκαπέντε», «Όποια δει τση κουβεδιάζει», «Στον έρωτά σου δε βαστώ», «Να μου δώσεις το δικαίω-/ μα που σ’ αγαπώ να λέω», ο «Κοτσάτος του ’44» ή «σκοπός του Χύτη»), οι αρετές ή και τα ελαττώματα της νέας ή του νέου (π.χ. γνωστή είναι η «Μποέμισσα»), οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, ο πόθος για την ελευθερία (π.χ. χαρακτηριστικός είναι ο «σκοπός της απελευθέρωσης», ο «Οκτώβρης του ’44»), τα μέρη του χωριού (χαρακτηριστικός είναι ο «απισωμερίτικος») κ.λπ.


Κοτσάτος σκοπός με σαφές ερωτικό περιεχόμενο. Από το cd του Απεραθίτικου Συλλόγου Νάξου «Σκοποί και τραγούδια από την Απείρανθο της Νάξου». Τραγουδά η Κούλα Κληρονόμου Σιδερή, στο βιολί ο Γιάννης Ζευγόλης και στο λαούτο ο Γιώργος Καραπάτης (Πατούχης).

Κάθα δεκαπέντε σύνα-
διώμαι με τα μάθια κείνα.

Σώνημαι η μια βολά που
θα σε συναντήσω κάπου.

Προσπαθώ να σου ξεχάσω
μα δε bάνε οι πόνοι πάσο.

Ήμαθα κι ας είν’ αργά το
χαραχτήρα σου τo σκάρτο.

Εκατάλαβά σε εύτυ-
χώς εγωιστή και ψεύτη.

Ευτυχώς που σε κατάλα-
βα προτού μου κάμεις κι άλλα.


Κοτσάτος του ’44 ή Σκοπός του Χύτη. Από τον δίσκο της Κούλας Κληρονόμου Σιδερή «Τ’ αυγινά». Τραγουδά η Κούλα Κληρονόμου Σιδερή, στο βιολί ο Γιάννης Ζευγόλης και στο λαούτο ο Νίκος Κονιτόπουλος.

Η καρδιά μου πάντοτε χει-
μώνες και φουρτούνες έχει.

Είσαι αιτία και τραβώ
πάντα το δρόμο το στραβό.

Την αγάπη μας εσκόρπι-
σες σε δυο χιλιάδες τόποι.

Κρίμας η αγάπη μας η
τόση τόπο να μη bιάσει.

1.1.3 Εξάστιχα

Αυτόνομο άρθρο για τα εξάστιχα μπορείτε να βρείτε εδώ: Σκοποί και τραγούδια τ’ Απεράθου (μέρος 3ο): Ο σκοπός τσ’ αροχλάδας.

Ο Οικονομίδης σημειώνει ότι στα χρόνια του (1934) το λαϊκό τραγούδι της Απειράνθου είχε υποστεί μεγάλη μεταβολή, ιδίως στη γλώσσα, λόγω της συχνότερης επικοινωνίας και κινητικότητας των Ναξιωτών με την πρωτεύουσα, συνεπώς και της μίμησης της γλώσσας των μορφωμένων. Πέρα από αυτό, παρατηρήθηκε μία ακόμα πιο έντονη κινητικότητα τραγουδιών και σκοπών, οι οποίοι είτε μεταφυτεύτηκαν αυτούσιοι από την Αθήνα στη Νάξο, είτε αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία παραλλαγών, στιχουργικών αλλά και μουσικών.

Κατά την περίοδο 1931-1939, πολλά αυτοσχέδια τραγούδια δημιουργήθηκαν με βάση τη μουσική και τη στιχουργική δομή ενός γνωστού τραγουδιού του Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά, της «Ελένης Ελενάρας», το οποίο ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1929 και ακουγόταν στους προσφυγικούς συνοικισμούς της πρωτεύουσας. Στ’ Απεράθου της Νάξου, εκείνη την περίοδο, παρατηρήθηκε μία τάση δημιουργίας εξάστιχων τραγουδιών, κατά το πρότυπο του τραγουδιού του Νταλγκά. Πιο συγκεκριμένα, οι α’, β’, δ’ και ε’ στίχοι είναι οκτασύλλαβοι και οι γ’ και στ’ επτασύλλαβοι. Μεταξύ του α’ και του β’, του δ’ και του ε’, καθώς και του γ’ και στ’ στίχου υπήρχε ομοιοκαταληξία. Με βάση αυτούς τους στιχουργικούς κανόνες, οι Απεραθίτες στιχοπλόκοι έγραφαν τα λεγόμενα εξάστιχα, τα οποία συνοδεύονταν από την ίδια μελωδία της «Ελενάρας», με τέτοιες αλλαγές στην ταχύτητα και το ρυθμό, που να μην το καθιστούν διαφορετικό τραγούδι, αλλά απλή παραλλαγή του αρχικού (στο χωριό είναι γνωστός ως σκοπός τσ’ αροχλάδας ή σκοπός του μύλου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παραλλαγή αυτή ίσως καθορίστηκε από την ανάγκη εισαγωγής του τραγουδιού και στο χορευτικό γλέντι στα χωριά της Νάξου. Συνεπώς, ο αμανές του Νταλγκά έγινε συρτός χορός στη Νάξο, όπως άλλωστε είναι συρτός στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου και κει απαντά το τραγούδι, με στίχους περίπου ίδιους με αυτούς του πρωτότυπου.


Εξάστιχα. Από τον δίσκο “Τ’ αυγινά” της Κούλας Κληρονόμου Σιδερή. Βιολί: Γιάννης Ζευγόλης, λαούτο: Νίκος Κονιτόπουλος.

Χρόνοι ‘ναι που σε συμπαθώ
και να στο κρύψω προσπαθώ
και υποφέρω, φως μου.
Γιατί λεβέντη ντω πουλιώ
δε ξέρεις πόσο τα δουλιώ
τα στόματα του κόσμου.

Ω φίλοι του αχώριστοι,
πείτε του πως αγνώριστη
με ‘καμαν οι μαθιές του.
Γιατί έχει άπονη καρδιά
και να με πάρει μια βραδιά
δε συφωνά ποτές του.

Που ‘φυες κ’ είσαι μακριά
και χύνω μαύρα δάκρυα
στην αναχώρησή σου.
Γιατί η δόλια μου καρδιά,
χωρίς να θέλω μια βραδιά,
εΐνηκε δική σου.

Ο Ζευγώλης (2006α:84) θεωρεί ότι τα εξάστιχα είναι τα νεότερα ερωτικά απεραθίτικα τραγούδια, χωρίς όμως τα κοτσάκια να χάνουν την πρωτεύουσα θέση τους, καθώς η δημιουργία των πρώτων ήταν παροδική. Παρομοίως, ο Οικονομίδης (1985β:142) σημειώνει ότι κατά τη μετέπειτα περίοδο οι Απεραθίτες έπαψαν να στιχουργούν τέτοια εξάστιχα, ενώ γεννήθηκε μια νέα τεχνοτροπία, τα κομμένα κοτσάκια (βλ. παραπάνω). Παρόλ’ αυτά, ακόμα και σήμερα δημιουργούνται και καταγράφονται εξάστιχα τραγούδια, κυρίως πάνω στη γνωστή μελωδία του Νταλγκά, ενώ δεν έχουν αμιγώς ερωτικό περιεχόμενο, αλλά επίσης αναμνηστικό του χωριού, των τόπων του, των ανθρώπων του και γενικότερα του παλαιότερου τρόπου ζωής.

Να ‘μου’ στα μέρη τα γλυκά
και πάντα μάθια φιλικά
στο δρόμο ν’ αντικρύζω.
Άμα θυμούμαι τσι κορφές
και τσι αξέχαστες μορφές
ειλικρινά δακρύζω.

Ν’ ακούσω μια γνωστή λαλιά
και τα λημέρια τα παλιά
να πάρω όλα βόρτα.
Απ’ το Λαγκάδι στο Χριστό
κ’ ύστερα να ξεκουραστώ
στου φούρναρη την πόρτα.

____________________

Σημειώσεις
[1] [Σύμφωνα με τον Οικονομίδη (1978:7) δεν πρέπει να μιλάμε για τσακίσματα, γιατί τα τσακίσματα είναι ευφωνικές συλλαβές, επιφωνήματα, ονόματα, επαναλαμβανόμενες λέξεις ή και φράσεις, που άλλοτε έχουν εννοιολογική σχέση με το κείμενο του τραγουδιού και άλλο πάλι είναι άσχετα με αυτό. Η μετρική του μορφή συνήθως είναι ίση με το πρώτο ημιστίχιο, όταν παρεμβάλλεται μετά από αυτό ή με το δεύτερο. Πολλές φορές όμως η έκτασή τους είναι μεγαλύτερη ή και μικρότερη κατά μία ή δύο συλλαβές, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ρυθμική υπόσταση του τραγουδιού. Τα τσακίσματα λοιπόν είναι γλωσσικά στοιχεία, που «τσακίζουν», διακόπτουν τη συνέχεια του κειμένου στο στίχο κατά τη μουσική του εκτέλεση και δημιουργούνται και παρεμβάλλονται για συγκεκριμένη ανάγκη που πρέπει να εξυπηρετήσουν.

[2] Ο Σφυρόερας (1945:14) αναφέρει: «θα ήρθε μια μέρα αυθόρμητα στα χείλη (ενός από κείνους που βγάζουν τραγούδια) ένα τέτοιο με κομμένη την τελευταία λέξη του πρώτου στίχου κι από τότε πια αφού θα το ‘πε και τ’ άκουσε κι άλλος κι άρεσε στο χωριό, έγινε μόδα».

____________________________

Βιβλιογραφία
Ζευγώλης, Γ. [1937]2006α. «Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι στην Απείρανθο της Νάξου». Φιλολογικά – Λαογραφικά Μελετήματα, σ. 53-103. Αθήνα.
Ζευγώλης, Γ. [1954]2006β. «Μια νέα τεχνοτροπία στα λαϊκά τραγούδια στ’ Απεράθου της Νάξου». Φιλολογικά – Λαογραφικά Μελετήματα, σ. 178-185. Αθήνα.
Οικονομίδης, Δ. 1969. «Η λαϊκή ορολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού». Επετηρίς Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών, τ.20-21.
Οικονομίδης, Δ. 1978. «Τα ναξιακά δημοτικά τραγούδια (παρατηρήσεις και σκέψεις). Ναξιακό Μέλλον (φιλολογική έκδοση), τ. 413 (411)(2), σ.1-8.
Οικονομίδης, Δ. 1985. «Τα δημοτικά τραγούδια της Νάξου». Κυκλαδικά θέματα, τ. 9, σ.141-146.
Οικονομίδης, Δ. [1934]1991. «Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι της Απειράνθου Νάξου». Ναξιακά, τ. 30-31, σ. 46-55.
Σπηλιάκος, Στ. 2008. Ο Αιγαιοπελαγίτικος μπάλλος υπό όρους χορολογικούς και λεξιλογικούς (γλωσσοανάλυση, ετυμολογία, ερμηνευτική, ιστορία). Αθήνα: Εκδόσεις Αντώνης Αναγνώστου.
Σφυρόερας, Ν. 1945. Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια (1940-1944). Αθήνα.
Σφυρόερας, Ν. 1984. Δημοτικά τραγούδια από τ’ Απεράθου της Νάξου. Αθήνα: Απεραθίτικος Σύλλογος Νάξου.

Σχολιάστε